καλοτυχιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καλοτυχιά | οι | καλοτυχιές |
γενική | της | καλοτυχιάς | των | καλοτυχιών |
αιτιατική | την | καλοτυχιά | τις | καλοτυχιές |
κλητική | καλοτυχιά | καλοτυχιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαλοτυχιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του καλοτυχία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καλοτυχιά
|