τύχα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαδωρική κλίση | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
τυχᾱ- | ||||||||
ονομαστική | ἁ | τύχᾱ | ταὶ | τύχαι | ||||
γενική | τᾶς | τύχᾱς | τᾶν | τυχᾶν | ||||
δοτική | τᾷ | τύχᾳ | ταῖς | τύχαις | ||||
αιτιατική | τὰν | τύχᾱν | τὰς | τύχᾱς | ||||
κλητική ὦ! | τύχᾱ | τύχαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὰ | τύχᾱ | ||||||
γεν-δοτ | ταῖν | τύχαιν | ||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'τύχα' όπως «τύχα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίατύχα, -ας θηλυκό
- δωρικός τύπος του τύχη
Πηγές
επεξεργασία- τύχα, τύχη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.