Δείτε επίσης: Τύχα, τύχη, Τύχη

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

δωρική κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
τυχᾱ-
ονομαστική τύχ ταὶ τύχαι
      γενική τᾶς τύχᾱς τᾶν τυχᾶν
      δοτική τᾷ τύχ ταῖς τύχαις
    αιτιατική τὰν τύχᾱν τὰς τύχᾱς
     κλητική ! τύχ τύχαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὰ  τύχ
γεν-δοτ ταῖν  τύχαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'τύχα' όπως «τύχα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τύχα, -ας θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία