τυχερά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίατυχερά
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | τυχερά | ||
γενική | των | τυχερών | ||
αιτιατική | τα | τυχερά | ||
κλητική | τυχερά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίατυχερά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (οικείο) η άτυπη αμοιβή ιερέως για τέλεση μυστηρίου
- (οικείο) η πρόσθετη αμοιβή εργαζομένου, εκτός των τακτικών αποδοχών του
- (οικείο, ειρωνικό) οι ατυχείς στιγμές ή δυσκολίες
Μεταφράσεις
επεξεργασία τυχερά
|
Πηγές
επεξεργασία- τυχερά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίατυχερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τυχερός