Ετυμολογία

επεξεργασία
τυχερά < τυχερός +

  Επίρρημα

επεξεργασία

τυχερά

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα τυχερά
      γενική των τυχερών
    αιτιατική τα τυχερά
     κλητική τυχερά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τυχερά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. (οικείο) η άτυπη αμοιβή ιερέως για τέλεση μυστηρίου
  2. (οικείο) η πρόσθετη αμοιβή εργαζομένου, εκτός των τακτικών αποδοχών του
  3. (οικείο, ειρωνικό) οι ατυχείς στιγμές ή δυσκολίες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • τυχερά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

τυχερά