Δείτε επίσης: Τυχερό

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τυχερό τα τυχερά
      γενική του τυχερού των τυχερών
    αιτιατική το τυχερό τα τυχερά
     κλητική τυχερό τυχερά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τυχερό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τυχερός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τυχερό ουδέτερο

  1. κάτι που θεωρείται καλοτυχία
    το τυχερό μου ήταν να σε συναντήσω
    ο γιατρός Τάδε πάει όλο ταξίδια· αυτά είναι τα τυχερά του επαγγέλματος
  2. (στον πληθυντικό) τα τυχερά: φιλοδώρημα, χρηματικό ποσό που προσφέρεται συνήθως σε ιερέα από πιστούς για την εκτέλεση μιας ιερουργίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

τυχερό