σόρτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σόρτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική sorta
Ουσιαστικό
επεξεργασίασόρτα θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 12.
σόρτα θηλυκό