Ετυμολογία

επεξεργασία
sorta < συντόμευση του sort of

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsɔː.tə/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ˈsɔɹ.tə/ (ΗΠΑ)

  Επίρρημα

επεξεργασία

sorta (en)

  • (προφορικό, ανεπίσημο) κάπως

Συνώνυμα

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sorta sorte

sorta (it)