sorta
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sorta < συντόμευση του sort of
Προφορά
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαsorta (en)
- (προφορικό, ανεπίσημο) κάπως
Συνώνυμα
επεξεργασία
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sorta | sorte |
sorta (it)