τυχαιότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τυχαιότητα < τυχαίος + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) serendipity)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατυχαιότητα θηλυκό
- συνδυασμός γεγονότων, τα οποία από μόνα τους δεν παράγουν θετικό αποτέλεσμα, ενώ, όταν συνδυάζονται, παράγουν
- (μαθηματικά) κατάσταση που δεν εμφανίζει προβλεψιμότητα, μοτίβο και τάξη μεταξύ των συστατικών που την περιγράφουν
- ακούσια και αναπάντεχη ανακάλυψη (ή γενικότερα απόκτηση γνώσης), που συμβαίνει τυχαία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τύχη
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τυχαιότητα
|