ενικός         πληθυντικός  
serendipity serendipities
 
Wikipedia logo
Η Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:

  Ετυμολογία

επεξεργασία
serendipity < Serendip (άλλη μορφή του Serendib: Σερεντίπ, Κεϋλάνη, παλαιότερη ονομασία της Σρι Λάνκα) + -ity < περσική سرندیپ (sarândīp, Σερεντίπ, Κεϋλάνη) < αραβική سَرَنْدِيب (sarandīb, Σερεντίπ, Κεϋλάνη) < υστερολατινική serendivi (κάτοικοι της Σερεντίπ), πληθυντικός αριθμός του serendivus < μεσαιωνική ελληνική Σιελεδίβα < σανσκριτική सिंहलद्वीप (siṃhaladvīpaḥ, νησί τόπος-κατοικία των λιονταριών)[1] < सिंहल (siṃhala, Σρι Λάνκα) (< सिंह (siṃha, λιοντάρι) + -ल (-la)) + द्वीप (dvīpá, νησί).[2][3]
Ο όρος αποδόθηκε από τον Άγγλο συγγραφέα Οράτιο Ουόλπολ σε επιστολή του προς τον Αμερικανό πολιτικό Χόρας Μαν το 1754, βασισμένος στο περσικό παραμύθι «Οι τρεις πρίγκιπες της Σερεντίπ», οι οποίοι ανακάλυπταν, είτε τυχαία είτε από αγχίνοια, πράγματα τα οποία δεν αναζητούσαν.[1][4]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌser.ənˈdɪp.ə.ti/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˌser.ənˈdɪp.ə.t̬i/ (ΗΠΑ)
 
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: ser‐en‐dip‐i‐ty

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

serendipity (en) (επίσημο) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. τυχαιότητα
  2. (κυρίως στους επιστημονικούς τομείς) τύχη, καλοτυχία, τυχαιότητα για αναπάντεχες ανακαλύψεις
     συνώνυμα: fortuity, chance, (luck)

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • ο όρος serendipity δεν μπορεί να συνοδεύεται από κακόσημα επίθετα, εφόσον οι ορισμοί του είναι συγκεκριμενοποιημένα εύσημοι, αντίθετα με τον όρο luck[4]

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 serendipity - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  2. 2,0 2,1 serendipity - Dictionary Supplement
  3. serendipity - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
  4. 4,0 4,1 serendipity - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
  5. 5,0 5,1 5,2 serendipity - Dictionary.com. Λήμματα από διάφορα λεξικά για την αγγλική γλώσσα. © 2019 Dictionary.com, LLC