τυχηρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
τῠχηρο- | |||||||
ονομαστική | ὁ | τυχηρός | ἡ | τυχηρᾱ́ | τὸ | τυχηρόν | |
γενική | τοῦ | τυχηροῦ | τῆς | τυχηρᾶς | τοῦ | τυχηροῦ | |
δοτική | τῷ | τυχηρῷ | τῇ | τυχηρᾷ | τῷ | τυχηρῷ | |
αιτιατική | τὸν | τυχηρόν | τὴν | τυχηρᾱ́ν | τὸ | τυχηρόν | |
κλητική ὦ! | τυχηρέ | τυχηρᾱ́ | τυχηρόν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
ονομαστική | οἱ | τυχηροί | αἱ | τυχηραί | τὰ | τυχηρᾰ́ | |
γενική | τῶν | τυχηρῶν | τῶν | τυχηρῶν | τῶν | τυχηρῶν | |
δοτική | τοῖς | τυχηροῖς | ταῖς | τυχηραῖς | τοῖς | τυχηροῖς | |
αιτιατική | τοὺς | τυχηρούς | τὰς | τυχηρᾱ́ς | τὰ | τυχηρᾰ́ | |
κλητική ὦ! | τυχηροί | τυχηραί | τυχηρᾰ́ | ||||
δυϊκός | |||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τυχηρώ | τὼ | τυχηρᾱ́ | τὼ | τυχηρώ | |
γεν-δοτ | τοῖν | τυχηροῖν | τοῖν | τυχηραῖν | τοῖν | τυχηροῖν | |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατυχηρός, -ό, -όν (επίρρημα: τυχερῶς)
- αυτός που έχει καλή τύχη, τυχερός
- ※ Κελαιναὶ δ' Ἐρινύες χρόνῳ τυχηρὸν ὄντ' ἄνευ δίκας παλιντυχεῖ τριβᾷ βίου τιθεῖσ' ἀμαυρόν (Αισχύλος, Αγαμέμνων, 464)
- → λείπει η μετάφραση
- ※ Κελαιναὶ δ' Ἐρινύες χρόνῳ τυχηρὸν ὄντ' ἄνευ δίκας παλιντυχεῖ τριβᾷ βίου τιθεῖσ' ἀμαυρόν (Αισχύλος, Αγαμέμνων, 464)
- τυχαίος, κατά τύχη
Πηγές
επεξεργασία- τυχηρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τυχηρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.