Δείτε επίσης: τυχερός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
τῠχηρο-
ονομαστική τυχηρός τυχηρᾱ́ τὸ τυχηρόν
      γενική τοῦ τυχηροῦ τῆς τυχηρᾶς τοῦ τυχηροῦ
      δοτική τῷ τυχηρ τῇ τυχηρ τῷ τυχηρ
    αιτιατική τὸν τυχηρόν τὴν τυχηρᾱ́ν τὸ τυχηρόν
     κλητική ! τυχηρέ τυχηρᾱ́ τυχηρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ τυχηροί αἱ τυχηραί τὰ τυχηρᾰ́
      γενική τῶν τυχηρῶν τῶν τυχηρῶν τῶν τυχηρῶν
      δοτική τοῖς τυχηροῖς ταῖς τυχηραῖς τοῖς τυχηροῖς
    αιτιατική τοὺς τυχηρούς τὰς τυχηρᾱ́ς τὰ τυχηρᾰ́
     κλητική ! τυχηροί τυχηραί τυχηρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τυχηρώ τὼ τυχηρᾱ́ τὼ τυχηρώ
      γεν-δοτ τοῖν τυχηροῖν τοῖν τυχηραῖν τοῖν τυχηροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τυχηρός < τύχ(η) + -ηρός

  Επίθετο

επεξεργασία

τυχηρός, -ό, -όν (επίρρημα: τυχερῶς)

  1. αυτός που έχει καλή τύχη, τυχερός
    ※  Κελαιναὶ δ' Ἐρινύες χρόνῳ τυχηρὸν ὄντ' ἄνευ δίκας παλιντυχεῖ τριβᾷ βίου τιθεῖσ' ἀμαυρόν (Αισχύλος, Αγαμέμνων, 464)
    λείπει η μετάφραση
  2. τυχαίος, κατά τύχη