↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τυχάρπαστος η τυχάρπαστη το τυχάρπαστο
      γενική του τυχάρπαστου της τυχάρπαστης του τυχάρπαστου
    αιτιατική τον τυχάρπαστο την τυχάρπαστη το τυχάρπαστο
     κλητική τυχάρπαστε τυχάρπαστη τυχάρπαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τυχάρπαστοι οι τυχάρπαστες τα τυχάρπαστα
      γενική των τυχάρπαστων των τυχάρπαστων των τυχάρπαστων
    αιτιατική τους τυχάρπαστους τις τυχάρπαστες τα τυχάρπαστα
     κλητική τυχάρπαστοι τυχάρπαστες τυχάρπαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τυχάρπαστος < τύχη + αρπάζω

  Επίθετο

επεξεργασία

τυχάρπαστος, -η, -ο

  • που κατέχει μια θέση χωρίς να έχει τα προσόντα (τυπικά ή μη) και βρέθηκε στη θέση αυτή από τύχη.
    έδωσαν αντιπαροχή το οικόπεδο σε κάποιον τυχάρπαστο εργολάβο και βρέθηκαν να χρωστάνε παντού
    η υπηρεσία αυτή δεν λειτουργεί σωστά· τι περιμένεις αφού στελεχώθηκε από τυχάρπαστους
    πήγα το αμάξι για σέρβις σε έναν τυχάρπαστο και μου έκανε ένα σωρό ζημιές

  Μεταφράσεις

επεξεργασία