τυχάρπαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατυχάρπαστος, -η, -ο
- που κατέχει μια θέση χωρίς να έχει τα προσόντα (τυπικά ή μη) και βρέθηκε στη θέση αυτή από τύχη.
- έδωσαν αντιπαροχή το οικόπεδο σε κάποιον τυχάρπαστο εργολάβο και βρέθηκαν να χρωστάνε παντού
- η υπηρεσία αυτή δεν λειτουργεί σωστά· τι περιμένεις αφού στελεχώθηκε από τυχάρπαστους
- πήγα το αμάξι για σέρβις σε έναν τυχάρπαστο και μου έκανε ένα σωρό ζημιές