Ετυμολογία

επεξεργασία
τυχαίως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τυχαίος < τυχαῖ(ος) + -ως

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tiˈçe.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τυ‐χαί‐ως
ομόηχο: τυχαίος

  Επίρρημα

επεξεργασία

τυχαίως

Εκφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
τυχαίως < τυχαῖ(ος) + -ως

  Επίρρημα

επεξεργασία

τυχαίως (ελληνιστική κοινή)