τυχαίως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τυχαίως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τυχαίος < τυχαῖ(ος) + -ως
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tiˈçe.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τυ‐χαί‐ως
- ομόηχο: τυχαίος
Επίρρημα
επεξεργασίατυχαίως
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- τυχαίος, τυχαίως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τυχαίος, τυχαίως - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίατυχαίως (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- τυχαίως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.