χαίρε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαίρε < αρχαία ελληνική χαῖρε
Προφορά
επεξεργασίαΕπιφώνημα
επεξεργασίαχαίρε και στον πληθυντικό χαίρετε (προς πολλούς ή προς έναν από ευγένεια) αντί του γειά και γειά σας που είναι πιο οικεία
- (προσφώνηση) επίσημος χαιρετισμός, προσφώνηση
- ⮡ Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, Ο Κύριος μετά Σου
- ⮡ Χαίρε Μαρία (απόδοση του Ave Maria)
- ⮡ χαίρε, ω χαίρε, ελευθερία (από τον εθνικό ύμνο)
- αποχαιρετισμός προς θανόντα συνήθως στην κηδεία του
- ⮡ Το ύστατο χαίρε
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χαίρε
|