Δείτε επίσης: αποχαιρετίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀποχαιρετίζω < ἀπο- + χαιρετίζω < αρχαία ελληνική χαῖρε, βενικό προστακτικής ενεστώτα του ρήματος χαίρω < πρωτοελληνική *kʰəřřō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰer- (λαχταρώ, ποθώ)

ἀποχαιρετίζω