αποχαιρετώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποχαιρετώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀποχαιρετῶ < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀποχαιρετίζω < ἀπό + χαιρετίζω < χαῖρε, β’ ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρήματος χαίρω < πρωτοελληνική *kʰəřřō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰer- (λαχταρώ, ποθώ)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.po.çe.ɾeˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐χαι‐ρε‐τώ
Ρήμα επεξεργασία
αποχαιρετώ