Ετυμολογία

επεξεργασία
αποχαιρετάω < αποχαιρετ(ώ) + -άω  δείτε τη λέξη αποχαιρετώ
ΔΦΑ : /a.po.çe.ɾeˈta.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποχαιρετάω

αποχαιρετάω/αποχαιρετώ, αόρ.: αποχαιρέτησα, παθ.φωνή: αποχαιρετιέμαι, π.αόρ.: αποχαιρετήθηκα, μτχ.π.π.: αποχαιρετημένος

  1. χαιρετάω κάποιον καθώς τον αποχωρίζομαι
  2. (μεταφορικά) αφήνω για πάντα κάτι που μου άρεσε

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία