bid
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | bid |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bids |
αόριστος | bid, bade, bad |
παθητική μετοχή | bid, bidden |
ενεργητική μετοχή | bidding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
Οι τύποι bade, bad και bidden είναι παρωχημένοι. |
bid (en)
- δίνω/δίδω εντολή, απαιτώ
- δίδω χαιρετισμό
- I bid you farewell - σε αποχαιρετώ
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bid | bids |
bid (en)
- η προσφορά σε δημοπρασία, μια προσφορά από ένα άτομο ή μια εταιρεία να πληρώσει ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό για κάτι ή προσφορά για εργασία ή παροχή υπηρεσίας για μια συγκεκριμένη τιμή, σε ανταγωνισμό με άλλες εταιρείες κτλ.
- ↪ I make a bid.
- Κάνω προσφορά.
- ↪ Several companies submitted bids for the new dam.
- Πολλές εταιρίες υπέβαλαν προσφορές για το νέο φράγμα.
- ↪ I make a higher bid/I raise a bid.
- Κάνω ψηλότερη προσφορά.
- ↪ The last bid.
- Η τελευταία προσφορά.
- ↪ The contest will take place will sealed/open bids.
- Ο διαγωνισμός θα γίνει με σφραγισμένες/με ανοιχτές προσφορές.
- ≈ συνώνυμα: offer
- ↪ I make a bid.
- ποντάρισμα
- υποβολή υποψηφιότητας για κάποια θέση ή τίτλο
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | bid |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bids |
αόριστος | bid |
παθητική μετοχή | bid |
ενεργητική μετοχή | bidding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
bid (en)
- κάνω προσφορά (σε δημοπρασία)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαπαρωχημένες, για σημασία: δίδω εντολή:
Πηγές
επεξεργασία- bid 1 (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- bid 2 (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- bid 2 (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 751. ISBN 9780194325684., λήμμα: προσφορά