bid
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bid | bids |
bid (en)
- προσφορά σε δημοπρασία
- ποντάρισμα
- υποβολή υποψηφιότητας για κάποια θέση ή τίτλο
ενεστώτας | bid |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | bids |
αόριστος | bid, bade, bad |
παθητική μετοχή | bid, bidden |
ενεργητική μετοχή | bidding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
Οι τύποι bade, bad και bidden είναι παρωχημένοι. |
ΡήμαΕπεξεργασία
bid (en)
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | bid |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | bids |
αόριστος | bid |
παθητική μετοχή | bid |
ενεργητική μετοχή | bidding |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
bid (en)
- κάνω προσφορά (σε δημοπρασία)
Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία
bid (en)
- αόριστος του ρήματος bid
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
παρωχημένες, για σημασία: δίδω εντολή: