bidding
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bidding | biddings |
bidding (en)
- προσφορά σε δημοπρασία, πλειοδοσία, ποντάρισμα
- (μεταφορικά) σκοπός
- (μεταφορικά) επιθυμία
- (μεταφορικά) προσταγή, πρόσταγμα
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
bidding (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του bid