biding
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
biding | bidings |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- προσδοκία, αναμονή
- (παρωχημένο) μέρος διαμονής
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαbiding (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του bide
Δείτε επίσης : bidding |
ενικός | πληθυντικός |
biding | bidings |
biding (en)