υποψηφιότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποψηφιότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὑποψηφιότης (< ὑποψηφι(ος) + -ότης), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική candidature. Μορφολογικά αναλύεται σε υποψήφιος + -ότητα.[1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.po.psi.fiˈo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐ψη‐φι‐ό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυποψηφιότητα θηλυκό
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ υποψηφιότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ υποψηφιότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)