candidacy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
candidacy | candidacies |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcandidacy (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η υποψηφιότητα
- ↪ He declared his candidacy for one of the vacant chairs at the Academy.
- Έβαλε υποψηφιότητα για μια από τις κενές έδρες της Ακαδημίας.
- ↪ He declared his candidacy for one of the vacant chairs at the Academy.