Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
offer offers

offer (en) (μετρήσιμο)

  1. η προσφορά, μια πράξη του προσφέρω
    ⮡  an offer of help - προσφορά βοήθειας
    ⮡  a peace offer - προσφορά ειρήνης
    ⮡  sacrificial offer - θυσιαστήρια προσφορά
    ⮡  I am open to offers.
    Δέχομαι προσφορές.
  2. η προσφορά, το χρηματικό ποσό που κάποιος είναι διατεθειμένος να πληρώσει για κάτι
    ⮡  They made him a good offer for his house.
    Τον κάνανε καλή προσφορά για το σπίτι του.
    ⮡  Several companies submitted offers for the new dam.
    Πολλές εταιρίες υπέβαλαν προσφορές για το νέο φράγμα.
    ⮡  I am accepting the lowest offer.
    Δέχομαι τη χαμηλότερη προσφορά.
     συνώνυμα: bid
  3. η προσφορά, μείωση της κανονικής τιμής κάτι, συνήθως για σύντομο χρονικό διάστημα
    ⮡  this week’s special offer - προσφορά της εβδομάδας

Παράγωγα

επεξεργασία
ενεστώτας offer
γ΄ ενικό ενεστώτα offers
αόριστος offered
παθητική μετοχή offered
ενεργητική μετοχή offering

offer (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) προσφέρω, βγάζω, λέω ότι είμαι πρόθυμος να δώσω κάτι σε κάποιον
    ⮡  Can I offer you a drink/cigarette?
    Μπορώ να σας προσφέρω ένα ποτό/τσιγάρο;
    ⮡  Can I offer you something to drink?
    Να σας προσφέρω κάτι να πιείτε;
    ⮡  He offered me a good price for the house.
    Μου πρόσφερε καλή τιμή για το σπίτι.
    ⮡  They offered him leadership but declined.
    Του πρόσφεραν την ηγεσία αλλά δε δέχτηκε.
    ⮡  They offered us spoon sweet.
    Μας έβγαλαν γλυκό του κουταλιού.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) προσφέρομαι, λέω ότι είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι για κάποιον
    ⮡  He offered to help us.
    Προσφέρθηκε να μας βοηθήσει.
    ⮡  He offered to lend me his bike.
    Προσφέρθηκε να μου δανείσει το ποδήλατό του.
  3. (μεταβατικό) προσφέρω, κάνω κάτι διαθέσιμο προς πώληση ή χρήση
    ⮡  Examine the various services companies offer.
    Εξετάστε τις διάφορες υπηρεσίες που προσφέρουν οι εταιρείες.
    ⮡  The trees offered thick shade.
    Τα δέντρα πρόσφεραν παχύ ίσκιο.
    ⮡  The fireworks offered a splendid spectacle.
    Τα πυροτεχνήματα πρόσφεραν ένα έξοχο θέαμα.
  4. (μεταβατικό) προσφέρω, παρέχω την ευκαιρία για κάτι, παρέχω πρόσβαση σε κάτι
    ⮡  This offers a unique opportunity.
    Αυτό προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία.
    ⮡  This soil doesn’t offer itself to growing tobacco.
    Αυτό το έδαφος δεν προσφέρεται για καλλιέργεια καπνών.