offering
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
offering | offerings |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- η προσφορά, η ενέργεια του προσφέρω
- ⮡ a peace offering - προσφορά ειρήνης
- η προσφορά, αυτό που προσφέρεται ως δώρο ή ως θυσία
- ⮡ sacrificial offering - θυσιαστήρια προσφορά
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαoffering (en)
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 751. ISBN 9780194325684., λήμμα: προσφορά