Ετυμολογία

επεξεργασία
προσφέρομαι < αρχαία ελληνική προσφέρομαι < παθητική φωνή του ρήματος προσφέρω

προσφέρομαι

  1. προσφέρω τον εαυτό μου
  2. είμαι πρόσφορος ή κατάλληλος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσφέρομαι < παθητική φωνή του ρήματος προσφέρω < πρός + φέρω

προσφέρομαι