Δείτε επίσης: ἀποχαιρετίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποχαιρετίζω < κληρονομημένο από την ελληνιστική κοινή ἀποχαιρετίζω[1] Συγχρονικά αναλύεται σε απο- + χαιρετίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.po.çe.ɾeˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐χαι‐ρε‐τί‐ζω

αποχαιρετίζω, αόρ.: αποχαιρέτισα, παθ.φωνή: αποχαιρετίζομαι, π.αόρ.: αποχαιρετίστηκα, μτχ.π.π.: αποχαιρετισμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία