αποχαιρετίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποχαιρετίζω < κληρονομημένο από την ελληνιστική κοινή ἀποχαιρετίζω[1] Συγχρονικά αναλύεται σε απο- + χαιρετίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.çe.ɾeˈti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐χαι‐ρε‐τί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίααποχαιρετίζω, αόρ.: αποχαιρέτισα, παθ.φωνή: αποχαιρετίζομαι, π.αόρ.: αποχαιρετίστηκα, μτχ.π.π.: αποχαιρετισμένος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποχαιρετίζω | αποχαιρέτιζα | θα αποχαιρετίζω | να αποχαιρετίζω | αποχαιρετίζοντας | |
β' ενικ. | αποχαιρετίζεις | αποχαιρέτιζες | θα αποχαιρετίζεις | να αποχαιρετίζεις | αποχαιρέτιζε | |
γ' ενικ. | αποχαιρετίζει | αποχαιρέτιζε | θα αποχαιρετίζει | να αποχαιρετίζει | ||
α' πληθ. | αποχαιρετίζουμε | αποχαιρετίζαμε | θα αποχαιρετίζουμε | να αποχαιρετίζουμε | ||
β' πληθ. | αποχαιρετίζετε | αποχαιρετίζατε | θα αποχαιρετίζετε | να αποχαιρετίζετε | αποχαιρετίζετε | |
γ' πληθ. | αποχαιρετίζουν(ε) | αποχαιρέτιζαν αποχαιρετίζαν(ε) |
θα αποχαιρετίζουν(ε) | να αποχαιρετίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποχαιρέτισα | θα αποχαιρετίσω | να αποχαιρετίσω | αποχαιρετίσει | ||
β' ενικ. | αποχαιρέτισες | θα αποχαιρετίσεις | να αποχαιρετίσεις | αποχαιρέτισε | ||
γ' ενικ. | αποχαιρέτισε | θα αποχαιρετίσει | να αποχαιρετίσει | |||
α' πληθ. | αποχαιρετίσαμε | θα αποχαιρετίσουμε | να αποχαιρετίσουμε | |||
β' πληθ. | αποχαιρετίσατε | θα αποχαιρετίσετε | να αποχαιρετίσετε | αποχαιρετίστε | ||
γ' πληθ. | αποχαιρέτισαν αποχαιρετίσαν(ε) |
θα αποχαιρετίσουν(ε) | να αποχαιρετίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποχαιρετίσει | είχα αποχαιρετίσει | θα έχω αποχαιρετίσει | να έχω αποχαιρετίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποχαιρετίσει | είχες αποχαιρετίσει | θα έχεις αποχαιρετίσει | να έχεις αποχαιρετίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποχαιρετίσει | είχε αποχαιρετίσει | θα έχει αποχαιρετίσει | να έχει αποχαιρετίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποχαιρετίσει | είχαμε αποχαιρετίσει | θα έχουμε αποχαιρετίσει | να έχουμε αποχαιρετίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποχαιρετίσει | είχατε αποχαιρετίσει | θα έχετε αποχαιρετίσει | να έχετε αποχαιρετίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποχαιρετίσει | είχαν αποχαιρετίσει | θα έχουν αποχαιρετίσει | να έχουν αποχαιρετίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποχαιρετίζομαι | αποχαιρετιζόμουν(α) | θα αποχαιρετίζομαι | να αποχαιρετίζομαι | ||
β' ενικ. | αποχαιρετίζεσαι | αποχαιρετιζόσουν(α) | θα αποχαιρετίζεσαι | να αποχαιρετίζεσαι | ||
γ' ενικ. | αποχαιρετίζεται | αποχαιρετιζόταν(ε) | θα αποχαιρετίζεται | να αποχαιρετίζεται | ||
α' πληθ. | αποχαιρετιζόμαστε | αποχαιρετιζόμαστε αποχαιρετιζόμασταν |
θα αποχαιρετιζόμαστε | να αποχαιρετιζόμαστε | ||
β' πληθ. | αποχαιρετίζεστε | αποχαιρετιζόσαστε αποχαιρετιζόσασταν |
θα αποχαιρετίζεστε | να αποχαιρετίζεστε | (αποχαιρετίζεστε) | |
γ' πληθ. | αποχαιρετίζονται | αποχαιρετίζονταν αποχαιρετιζόντουσαν |
θα αποχαιρετίζονται | να αποχαιρετίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποχαιρετίστηκα | θα αποχαιρετιστώ | να αποχαιρετιστώ | αποχαιρετιστεί | ||
β' ενικ. | αποχαιρετίστηκες | θα αποχαιρετιστείς | να αποχαιρετιστείς | αποχαιρετίσου | ||
γ' ενικ. | αποχαιρετίστηκε | θα αποχαιρετιστεί | να αποχαιρετιστεί | |||
α' πληθ. | αποχαιρετιστήκαμε | θα αποχαιρετιστούμε | να αποχαιρετιστούμε | |||
β' πληθ. | αποχαιρετιστήκατε | θα αποχαιρετιστείτε | να αποχαιρετιστείτε | αποχαιρετιστείτε | ||
γ' πληθ. | αποχαιρετίστηκαν αποχαιρετιστήκαν(ε) |
θα αποχαιρετιστούν(ε) | να αποχαιρετιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποχαιρετιστεί | είχα αποχαιρετιστεί | θα έχω αποχαιρετιστεί | να έχω αποχαιρετιστεί | αποχαιρετισμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποχαιρετιστεί | είχες αποχαιρετιστεί | θα έχεις αποχαιρετιστεί | να έχεις αποχαιρετιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποχαιρετιστεί | είχε αποχαιρετιστεί | θα έχει αποχαιρετιστεί | να έχει αποχαιρετιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποχαιρετιστεί | είχαμε αποχαιρετιστεί | θα έχουμε αποχαιρετιστεί | να έχουμε αποχαιρετιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποχαιρετιστεί | είχατε αποχαιρετιστεί | θα έχετε αποχαιρετιστεί | να έχετε αποχαιρετιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποχαιρετιστεί | είχαν αποχαιρετιστεί | θα έχουν αποχαιρετιστεί | να έχουν αποχαιρετιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αποχαιρετισμένος - είμαστε, είστε, είναι αποχαιρετισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αποχαιρετισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αποχαιρετισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αποχαιρετισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αποχαιρετισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αποχαιρετισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αποχαιρετισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποχαιρετίζω
|
- ↑ αποχαιρετίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας