αποχαιρετισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποχαιρετισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποχαιρετίζω, αποχαιρετώ και αποχαιρετάω
Μετοχή επεξεργασία
αποχαιρετισμένος
- αυτός που έχει χαιρετηθεί όταν έφυγε.
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποχαιρετισμένος
|