↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποχαιρετισμένος η αποχαιρετισμένη το αποχαιρετισμένο
      γενική του αποχαιρετισμένου της αποχαιρετισμένης του αποχαιρετισμένου
    αιτιατική τον αποχαιρετισμένο την αποχαιρετισμένη το αποχαιρετισμένο
     κλητική αποχαιρετισμένε αποχαιρετισμένη αποχαιρετισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποχαιρετισμένοι οι αποχαιρετισμένες τα αποχαιρετισμένα
      γενική των αποχαιρετισμένων των αποχαιρετισμένων των αποχαιρετισμένων
    αιτιατική τους αποχαιρετισμένους τις αποχαιρετισμένες τα αποχαιρετισμένα
     κλητική αποχαιρετισμένοι αποχαιρετισμένες αποχαιρετισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποχαιρετισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποχαιρετίζω, αποχαιρετώ και αποχαιρετάω

αποχαιρετισμένος

  • αυτός που έχει χαιρετηθεί όταν έφυγε.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία