αποχαιρετιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποχαιρετιέμαι < παθητική φωνή του ρήματος αποχαιρετώ
Ρήμα
επεξεργασίααποχαιρετιέμαι
- αποχαιρετάμε ο ένας τον άλλο
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποχαιρετιέμαι | αποχαιρετιόμουν(α) | θα αποχαιρετιέμαι | να αποχαιρετιέμαι | ||
β' ενικ. | αποχαιρετιέσαι | αποχαιρετιόσουν(α) | θα αποχαιρετιέσαι | να αποχαιρετιέσαι | ||
γ' ενικ. | αποχαιρετιέται | αποχαιρετιόταν(ε) | θα αποχαιρετιέται | να αποχαιρετιέται | ||
α' πληθ. | αποχαιρετιόμαστε | αποχαιρετιόμαστε αποχαιρετιόμασταν |
θα αποχαιρετιόμαστε | να αποχαιρετιόμαστε | ||
β' πληθ. | αποχαιρετιέστε | αποχαιρετιόσαστε αποχαιρετιόσασταν |
θα αποχαιρετιέστε | να αποχαιρετιέστε | αποχαιρετιέστε | |
γ' πληθ. | αποχαιρετιούνται | αποχαιρετιόνταν(ε) αποχαιρετιούνταν αποχαιρετιόντουσαν |
θα αποχαιρετιούνται | να αποχαιρετιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποχαιρετήθηκα | θα αποχαιρετηθώ | να αποχαιρετηθώ | αποχαιρετηθεί | ||
β' ενικ. | αποχαιρετήθηκες | θα αποχαιρετηθείς | να αποχαιρετηθείς | αποχαιρετήσου | ||
γ' ενικ. | αποχαιρετήθηκε | θα αποχαιρετηθεί | να αποχαιρετηθεί | |||
α' πληθ. | αποχαιρετηθήκαμε | θα αποχαιρετηθούμε | να αποχαιρετηθούμε | |||
β' πληθ. | αποχαιρετηθήκατε | θα αποχαιρετηθείτε | να αποχαιρετηθείτε | αποχαιρετηθείτε | ||
γ' πληθ. | αποχαιρετήθηκαν αποχαιρετηθήκαν(ε) |
θα αποχαιρετηθούν(ε) | να αποχαιρετηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποχαιρετηθεί | είχα αποχαιρετηθεί | θα έχω αποχαιρετηθεί | να έχω αποχαιρετηθεί | αποχαιρετημένος | |
β' ενικ. | έχεις αποχαιρετηθεί | είχες αποχαιρετηθεί | θα έχεις αποχαιρετηθεί | να έχεις αποχαιρετηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποχαιρετηθεί | είχε αποχαιρετηθεί | θα έχει αποχαιρετηθεί | να έχει αποχαιρετηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποχαιρετηθεί | είχαμε αποχαιρετηθεί | θα έχουμε αποχαιρετηθεί | να έχουμε αποχαιρετηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποχαιρετηθεί | είχατε αποχαιρετηθεί | θα έχετε αποχαιρετηθεί | να έχετε αποχαιρετηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποχαιρετηθεί | είχαν αποχαιρετηθεί | θα έχουν αποχαιρετηθεί | να έχουν αποχαιρετηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποχαιρετιέμαι
|