αποχαιρετιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποχαιρετιστικός < μεσαιωνική ελληνική αποχαιρετιστικός < αποχαιρετίζω
Επίθετο επεξεργασία
αποχαιρετιστικός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αποχαιρετώ, χαιρετώ, χαίρω και χαρά
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποχαιρετιστικός
|