Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χαιρεκακία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
χαιρεκακί
α
οι
χαιρεκακί
ες
γενική
της
χαιρεκακί
ας
των
χαιρεκακι
ών
αιτιατική
τη
χαιρεκακί
α
τις
χαιρεκακί
ες
κλητική
χαιρεκακί
α
χαιρεκακί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
χαιρεκακία
< (
ελληνιστική κοινή
) <
χαίρω
+
κακία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χαιρεκακία
θηλυκό
το να
επιχαίρει
κάποιος με το
πάθημα
ενός άλλου
Συγγενικά
επεξεργασία
χαιρέκακος
χαιρέκακα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χαιρεκακία
αγγλικά
:
schadenfreude
(en)
γαλλικά
:
joie
(fr)
maligne
(fr)
,
malin
(fr)
plaisir
(fr)