Ετυμολογία

επεξεργασία
επί + χαίρω ‹ ινδοευρ. ρ. *ghel(e)- = θέλω

επιχαίρω

  1. χαίρομαι για κάτι, συνήθως κακό, χαιρεκακώ
    επιχαίρει για την ταλαιπωρία μας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία