επιχαίρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επί + χαίρω ‹ ινδοευρ. ρ. *ghel(e)- = θέλω
Ρήμα επεξεργασία
επιχαίρω
- χαίρομαι για κάτι, συνήθως κακό, χαιρεκακώ
- επιχαίρει για την ταλαιπωρία μας
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιχαίρω
|
επιχαίρω
|