χαριεντισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαριεντισμός < αρχαία ελληνική χαριεντισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαριεντισμός αρσενικό
- η συνήθως χωρίς ουσία χαριτολογία, η συνοδός συμπεριφορά, με χαριτωμένες λέξεις και κινήσεις, συχνά το φλερτ
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαριεντισμός < χαριεντίζομαι
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαριεντισμός αρσενικό