γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
χᾰρῐεντ- θηλυκό χᾰρῐετ-
ονομαστική χαρίεις χαρίεσσ τὸ χαρίεν
      γενική τοῦ χαρίεντος τῆς χαριέσσης τοῦ χαρίεντος
      δοτική τῷ χαρίεντ τῇ χαριέσσ τῷ χαρίεντ
    αιτιατική τὸν χαρίεντ τὴν χαρίεσσᾰν τὸ χαρίεν
     κλητική ! χαρίεν χαρίεσσ χαρίεν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ χαρίεντες αἱ χαρίεσσαι τὰ χαρίεντ
      γενική τῶν χαριέντων τῶν χαριεσσῶν τῶν χαριέντων
      δοτική τοῖς χαρίεσῐ(ν) ταῖς χαριέσσαις τοῖς χαριέσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς χαρίεντᾰς τὰς χαριέσσᾱς τὰ χαρίεντ
     κλητική ! χαρίεντες χαρίεσσαι χαρίεντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χαρίεντε τὼ χαριέσσ τὼ χαρίεντε
      γεν-δοτ τοῖν χαριέντοιν τοῖν χαριέσσαιν τοῖν χαριέντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'χαρίεις' όπως «χαρίεις» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαρίεις < χάρις + -εις

  Επίθετο

επεξεργασία

χαρίεις, -εσσα, -εν

  1. γεμάτος χάρη, χαριτωμένος
  2. όμορφος
  3. θελκτικός
  4. ευφυής
  5. ευχάριστος
  6. κομψός

Άλλες μορφές

επεξεργασία