Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

χαίρετε

  • β΄ πρόσωπο πληθυντικού στην οριστική και προστακτική ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος χαίρω
→ δείτε τη λέξη  χαίρω