χαρτός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαχαρτός < ρηματικό επιθετο του χαίρω
Επίθετο
επεξεργασίαχαρτός, -ή, -όν
- που προξενεί χαρά, ο χαροποιός, ο χαρμόσυνος
Σημειώσεις
επεξεργασία- το ουδέτερο στον πληθυντικό ουσιαστικοποιήθηκε τα χαρτά: οι χαρές, τα τυχερά, τα χαρμόσυνα