Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαροποιός η χαροποιός
χαροποιά
το χαροποιό
      γενική του χαροποιού της χαροποιού
χαροποιάς
του χαροποιού
    αιτιατική τον χαροποιό τη χαροποιό
χαροποιά
το χαροποιό
     κλητική χαροποιέ χαροποιέ
χαροποιά
χαροποιό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαροποιοί οι χαροποιοί
χαροποιές
τα χαροποιά
      γενική των χαροποιών των χαροποιών των χαροποιών
    αιτιατική τους χαροποιούς τις χαροποιούς
χαροποιές
τα χαροποιά
     κλητική χαροποιοί χαροποιοί
χαροποιές
χαροποιά
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «φθοροποιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαροποιός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χαροποιός < χαροποιέω < χαρ(ά) + -ο- + -ποιός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xa.ɾo.piˈos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐ρο‐ποι‐ός

  Επίθετο επεξεργασία

χαροποιός, -ός/-ά, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαροποιός < χαροποιέω < αρχαία ελληνική χαρ(ά) + -ο- + -ποιός

  Επίθετο επεξεργασία

χαροποιός, -ός, -όν

  Πηγές επεξεργασία