χαροπός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | χαροπός | ἡ | χαροπή & χαροπός |
τὸ | χαροπόν |
γενική | τοῦ | χαροποῦ | τῆς | χαροπῆς & χαροποῦ |
τοῦ | χαροποῦ |
δοτική | τῷ | χαροπῷ | τῇ | χαροπῇ & χαροπῷ |
τῷ | χαροπῷ |
αιτιατική | τὸν | χαροπόν | τὴν | χαροπήν & χαροπόν |
τὸ | χαροπόν |
κλητική ὦ! | χαροπέ | χαροπή & χαροπέ |
χαροπόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | χαροποί | αἱ | χαροπαί & χαροποί |
τὰ | χαροπᾰ́ |
γενική | τῶν | χαροπῶν | τῶν | χαροπῶν & χαροπῶν |
τῶν | χαροπῶν |
δοτική | τοῖς | χαροποῖς | ταῖς | χαροπαῖς & χαροποῖς |
τοῖς | χαροποῖς |
αιτιατική | τοὺς | χαροπούς | τὰς | χαροπᾱ́ς & χαροπούς |
τὰ | χαροπᾰ́ |
κλητική ὦ! | χαροποί | χαροπαί & χαροποί |
χαροπᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χαροπώ | τὼ | χαροπᾱ́ & χαροπώ |
τὼ | χαροπώ |
γεν-δοτ | τοῖν | χαροποῖν | τοῖν | χαροπαῖν & χαροποῖν |
τοῖν | χαροποῖν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'σπαρτός' όπως «σπαρτός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαχαροπός, -ή/-ός, -όν, συγκριτικός :χαροπώτερος, υπερθετικός : χαροπώτατος
- που έχει χαρούμενα, λαμπερά μάτια
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 611
- ἄρκτοι τ᾽ ἀγρότεροί τε σύες χαροποί τε λέοντες,
- αρκούδες κι αγριογούρουνα, λιοντάρια με ολάνοιχτα τα μάτια,
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἄρκτοι τ᾽ ἀγρότεροί τε σύες χαροποί τε λέοντες,
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 321 (319-322)
- ἡ δὲ Χίμαιραν ἔτικτε πνέουσαν ἀμαιμάκετον πῦρ, | δεινήν τε μεγάλην τε ποδώκεά τε κρατερήν τε. | τῆς ἦν τρεῖς κεφαλαί· μία μὲν χαροποῖο λέοντος, | ἡ δὲ χιμαίρης, ἡ δ᾽ ὄφιος κρατεροῖο δράκοντος.
- Κι εκείνη γέννησε τη Χίμαιρα που πνέει φωτιά ακατάβλητη, | δεινή, μεγάλη, γοργόποδη και δυνατή. | Τρία ήταν τα κεφάλια της: ένα λιονταριού με μάτια αστραφτερά, | ένα κατσίκας κι ένα φιδιού, δράκοντα δυνατού.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἡ δὲ Χίμαιραν ἔτικτε πνέουσαν ἀμαιμάκετον πῦρ, | δεινήν τε μεγάλην τε ποδώκεά τε κρατερήν τε. | τῆς ἦν τρεῖς κεφαλαί· μία μὲν χαροποῖο λέοντος, | ἡ δὲ χιμαίρης, ἡ δ᾽ ὄφιος κρατεροῖο δράκοντος.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 1066
- [ΤΡ.] ἥσθην χαροποῖσι πιθήκοις.
- [ΤΡΥ.] Βρε πώς μ᾽ άρεσαν οι αστραπομάτες μαϊμούδες.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- [ΤΡ.] ἥσθην χαροποῖσι πιθήκοις.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 611
- (για ανθρώπους) ο χαρωπός, με βλέμμα γεμάτο χαρά, που τα μάτια του αστράφτουν, που ακτινοβολεί, ο γελαστός
- (για τη θάλασσα) που έχει γκρι-μπλε χρώμα
- ※ 4ος/5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 4.187, @scaife.perseus
- Ἄρτεμι, μὴ νεμέσα, χαροπῆς ἁλὸς οἶδμα περήσω.
- ※ 4ος/5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 4.187, @scaife.perseus
- (για μάτια ζώων και ανθρώπων) που έχει γκρι-μπλε χρώμα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κυνηγετικός, 3.3 @scaife.perseus
- αἱ δὲ γρυπαὶ ἄστομοι καὶ διὰ τοῦτο οὐ κατέχουσι τὸν λαγῶ· αἱ χαροποὶ δὲ καὶ μυωποὶ χείρω τὰ ὄμματα ἔχουσιν·
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 77, 1.3 Νεκρικοί Διάλογοι/Διογένους καὶ Πολυδεύκους @wikisource @scaife.perseus
- [ΔΙΟΓΕΝΗΣ] Ἀλλὰ καὶ τοῖς καλοῖς τε καὶ ἰσχυροῖς λέγε, Μεγίλλῳ τε τῷ Κορινθίῳ καὶ Δαμοξένῳ τῷ παλαιστῇ, ὅτι παρ᾽ ἡμῖν οὔτε ἡ ξανθὴ κόμη οὔτε τὰ χαροπὰ ἢ μέλανα ὄμματα ἢ ἐρύθημα ἐπὶ τοῦ προσώπου ἔτι ἔστιν ἢ νεῦρα εὔτονα ἢ ὦμοι καρτεροί, ἀλλὰ πάντα μία ἡμῖν κόνις, φασί, κρανία γυμνὰ τοῦ κάλλους.
- [ΔΙΟΓΕΝΗΣ] Αλλά και στους όμορφους και στους δυνατούς να πεις, στον Μέγιλλο τον Κορίνθιο και στον Δαμόξενο τον παλαιστή, ότι σ᾽ εμάς εδώ δεν υπάρχουν πια ούτε τα ξανθά μαλλιά ούτε τα γκριζογάλανα ή τα μαύρα μάτια ή το ροδοκόκκινο πρόσωπο, ούτε γεροδεμένοι μύες ή στιβαροί ώμοι, αλλά όλα γίνονται εδώ μία σκόνη, όπως λένε, κρανία γυμνωμένα από ομορφιά.
- Μετάφραση (2002): Δημήτριος Α. Χρηστίδης, @greek‑language.gr
- [ΔΙΟΓΕΝΗΣ] Ἀλλὰ καὶ τοῖς καλοῖς τε καὶ ἰσχυροῖς λέγε, Μεγίλλῳ τε τῷ Κορινθίῳ καὶ Δαμοξένῳ τῷ παλαιστῇ, ὅτι παρ᾽ ἡμῖν οὔτε ἡ ξανθὴ κόμη οὔτε τὰ χαροπὰ ἢ μέλανα ὄμματα ἢ ἐρύθημα ἐπὶ τοῦ προσώπου ἔτι ἔστιν ἢ νεῦρα εὔτονα ἢ ὦμοι καρτεροί, ἀλλὰ πάντα μία ἡμῖν κόνις, φασί, κρανία γυμνὰ τοῦ κάλλους.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κυνηγετικός, 3.3 @scaife.perseus
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- χαροπός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χαροπός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.