interstice
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- ενδιάμεσος ή κενός χώρος
- το κενό
Συγγενικά
επεξεργασίαΓαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
interstice | interstices |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαinterstice (fr) αρσενικό
- η χαραμάδα
ενικός | πληθυντικός |
interstice | interstices |
interstice (fr) αρσενικό