Ετυμολογία

επεξεργασία
joueur < jouer

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό joueur joueurs
θηλυκό joueuse joueuses

joueur (fr)

  1. ο παίχτης
  2. ο οργανοπαίχτης (για όργανα για τα οποία δεν υπάρχει ιδιαίτερος όρος)

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό joueur joueurs
θηλυκό joueuse joueuses

joueur (fr)

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • beau joueur - που παραδέχεται εύκολα τη νίκη κάποιου άλλου

Συγγενικά

επεξεργασία