Ετυμολογία

επεξεργασία
jouet < jouer

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʒwɛ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
jouet jouets

jouet (fr) αρσενικό

  1. το παιχνίδι, το άθυρμα
  2. το έρμαιο

Συγγενικά

επεξεργασία