πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έρμαιο τα έρμαια
      γενική του έρμαιου των έρμαιων
    αιτιατική το έρμαιο τα έρμαια
     κλητική έρμαιο έρμαια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
έρμαιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕρμαιον (απρόσμενη τύχη, δώρο του Ερμή) < Ἑρμῆς

Ουσιαστικό

επεξεργασία

έρμαιο ουδέτερο

  • (με γενική) κάθε τι του οποίου κάποιος ή κάτι άλλο καθορίζει τη μοίρα του
    παράδειγμα  έρμαιο των αποφάσεών του, της τύχης του.
    παράδειγμα  Το καράβι ήταν έρμαιο των κυμάτων.

Μεταφράσεις

επεξεργασία