Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παιχνιδιάρης η παιχνιδιάρα το παιχνιδιάρικο
      γενική του παιχνιδιάρη της παιχνιδιάρας του παιχνιδιάρικου
    αιτιατική τον παιχνιδιάρη την παιχνιδιάρα το παιχνιδιάρικο
     κλητική παιχνιδιάρη παιχνιδιάρα παιχνιδιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παιχνιδιάρηδες οι παιχνιδιάρες τα παιχνιδιάρικα
      γενική των παιχνιδιάρηδων των παιχνιδιάρικων
    αιτιατική τους παιχνιδιάρηδες τις παιχνιδιάρες τα παιχνιδιάρικα
     κλητική παιχνιδιάρηδες παιχνιδιάρες παιχνιδιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παιχνιδιάρης < παιγνιδιάρης με τροπή [ɣ] > [x] κατά το παιχνίδι[1] Μορφολογικά, παιχνίδ(ι) + -ιάρης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.xniˈðʝa.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παι‐χνι‐διά‐ρης

  Επίθετο επεξεργασία

παιχνιδιάρης, -α, -ικο

  1. που του αρέσει να παίζει
    παιχνιδιάρικο γατί
  2. που του αρέσει να αστειεύεται ή να χαριεντίζεται με φιλική ή ερωτική διάθεση

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία