ενικός         πληθυντικός  
player players

  Ετυμολογία

επεξεργασία
player < play + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

player (en)

  • ο παίκτης, η παίκτρια
    ⮡  The referee is getting paid by the players so they win.
    Ο διαιτητής πληρώνεται από τους παίκτες για να κερδίσουν.