ενικός         πληθυντικός  
keeper keepers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
keeper < (κληρονομημένο) μέση αγγλική kepere. Μορφολογικά αναλύεται σε keep +‎ -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

keeper (en)

  1. φύλακας
  2. (αθλητισμός) ο/η τερματοφύλακας
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη goalkeeper



  Ετυμολογία

επεξεργασία
keeper < (άμεσο δάνειο) αγγλική keeper

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

keeper (nl)