keeper
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
keeper | keepers |
Ετυμολογία επεξεργασία
- keeper < (κληρονομημένο) μέση αγγλική kepere. Μορφολογικά αναλύεται σε keep + -er
Ουσιαστικό επεξεργασία
keeper (en)
- φύλακας
- (αθλητισμός) ο/η τερματοφύλακας
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη goalkeeper
Πηγές επεξεργασία
Ολλανδικά (nl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- keeper < (άμεσο δάνειο) αγγλική keeper
Ουσιαστικό επεξεργασία
keeper (nl)