δίτερμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δίτερμα | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | το | δίτερμα | ||
κλητική | δίτερμα | |||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδίτερμα ουδέτερο, μόνο στον ενικό μόνο στην ονομαστική και αιτιατική (ελλειπτικό ουσιαστικό)
- (αθλητισμός) ποδόσφαιρο που παίζεται σε δύο τέρματα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δίτερμα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ δίτερμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας