τερματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τερματικός < τέρμα
Επίθετο επεξεργασία
τερματικός -ή -ό
- που αναφέρεται στο τέρμα, στο σημείο όπου τερματίζει ένα συγκοινωνιακό μέσο
- τερματικός σταθμός
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τερματικός
|