↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τερματικός η τερματική το τερματικό
      γενική του τερματικού της τερματικής του τερματικού
    αιτιατική τον τερματικό την τερματική το τερματικό
     κλητική τερματικέ τερματική τερματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τερματικοί οι τερματικές τα τερματικά
      γενική των τερματικών των τερματικών των τερματικών
    αιτιατική τους τερματικούς τις τερματικές τα τερματικά
     κλητική τερματικοί τερματικές τερματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τερματικός < τέρμα

  Επίθετο

επεξεργασία

τερματικός -ή -ό

  • που αναφέρεται στο τέρμα, στο σημείο όπου τερματίζει ένα συγκοινωνιακό μέσο
τερματικός σταθμός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία