αυτοκτόνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοκτόνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὐτοκτόνος. Μορφολογικά αναλύεται σε αυτο- + -κτόνος.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ftoˈkto.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐κτό‐νος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτοκτόνος αρσενικό ή θηλυκό και ως επίθετο
- που προκαλεί ο ίδιος το θάνατό του
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αυτοκτονία
- αυτοκτονικός, αυτοκτονικός ιδεασμός
- αυτοκτονικότητα
- αυτοκτονώ, (αυτοκτονούμαι)
- ψευδοαυτοκτονία
→ και δείτε τις λέξεις αυτός και κτείνω
- Όροι με υτοκτον- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτοκτόνος
|
Πηγές
επεξεργασία- αυτοκτόνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λέξεις με αυτοκτον- - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αυτοκτόνος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας