Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοκτονικός ιδεασμός < → δείτε τις λέξεις αυτοκτονικός και ιδεασμός, απόδοση για την αγγλική suicidal ideation[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aftoktoniˈkos iðeaˈzmos/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

αυτοκτονικός ιδεασμός αρσενικό

  • (ψυχιατρική) διαταραχή με έμμονη ιδέα για αυτοκτονία
    ※  Η παρούσα μελέτη έχει σκοπό να διερευνήσει την επικράτηση του αυτοκτονικού ιδεασμού σε πληθυσμό νοσηλευόμενων σχιζοφρενικών ασθενών στην οξεία φάση της νόσου και να αναζητήσει τις κλινικές παραμέτρους που σχετίζονται με τον αυτοκτονικό ιδεασμό. (@psych.gr)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ιδεασμός, αυτοκτονικός ιδεασμόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)