suicídio
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
suicídio (pt) < γαλλικό suicide
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
suicídio | suicídios |
Ουσιαστικό επεξεργασία
suicídio (pt)
suicídio (pt) < γαλλικό suicide
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
suicídio | suicídios |
suicídio (pt)