Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αὐτοκτονέω < αὐτοκτόνος

  Ρήμα επεξεργασία

αὐτοκτονέω - αὐτοκτονῶ (συνηρημένο)

  1. σκοτώνω κάποιον με τα χέρια μου, εγώ ο ίδιος
  2. αλληλοσκοτωνόμαστε, σκοτώνει ο ένας τον άλλο