Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐτοκτονέω < αὐτοκτόνος

αὐτοκτονέω - αὐτοκτονῶ (συνηρημένο)

  1. σκοτώνω κάποιον με τα χέρια μου, εγώ ο ίδιος
  2. αλληλοσκοτωνόμαστε, σκοτώνει ο ένας τον άλλο