μεγαλοκέφαλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεγαλοκέφαλος < αρχαία ελληνική μεγαλοκέφαλος < μέγας + κεφαλή
Επίθετο επεξεργασία
μεγαλοκέφαλος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεγαλοκέφαλος