πού την κεφαλήν κλίναι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαπού την κεφαλήν κλίναι
- είμαι άπορος και άστεγος // δεν έχω πουθενά να στηριχθώ για βοήθεια
- → δείτε όλες τις μορφές στο λήμμα ποῦ τὴν κεφαλήν κλίνω
Οι μορφές:
- μεσαιωνικά ελληνικά: ποῦ τὴν κεφαλήν κλίνω
- (ελληνιστική κοινή)
- ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ (με υποτακτική, Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, η' 8· πβ. Κατά Λουκάν θ' 58)
- ποῦ τὴν κεφαλὴν κλῖναι (μεταγενέστρα, με απαρέμφατο του αορίστου)
Αποδόσεις στα νέα ελληνικά:
- πού την κεφαλήν κλίνη
- πού την κεφαλήν κλίνω
- πού την κεφαλήν κλίναι
Πηγές
επεξεργασία- «πού την κεφαλή κλίνη» στο κεφαλή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- «πού την κεφαλή κλίνω» στο «κεφαλή» (και σχόλιο) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)